implicit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- implicit < μέση γαλλική implicite < λατινική implicitus < implico
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
implicit (en)
- αυτονόητος
- ανεπιφύλακτος
- υπόρρητος
- σιωπηρός, που υπονοείται
- εμφανούς αποτελέσματος αλλά κρυφής διεργασίας πριν αυτό εμφανιστεί (πχ. ατομικές τροχιακές κβαντικές μεταβάσεις ηλεκτρονίων πριν την εκπομπή φωτονίου)