imposture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɔs.tyʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imposture | impostures |
imposture (fr) θηλυκό
- η απάτη
ενικός | πληθυντικός |
imposture | impostures |
imposture (fr) θηλυκό