Μετάβαση στο περιεχόμενο

imprison

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας imprison
γ΄ ενικό ενεστώτα imprisons
αόριστος imprisoned
παθητική μετοχή imprisoned
ενεργητική μετοχή imprisoning

imprison (en)

  • (μεταβατικό) φυλακίζω
      The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
    Το δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες.
      Opponents of the dictatorship were imprisoned or banished.
    Οι αντίπαλοι της δικτατορίας φυλακίζονταν ή εξορίζονταν.