Μετάβαση στο περιεχόμενο

impudique

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

impudique < in- + pudique

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.py.dik/
      ενικός         πληθυντικός  
impudique impudiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

impudique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (για πρόσωπα) αδιάντροπος
    Une femme impudique. - Μια αδιάντροπη γυναίκα.
  2. (για ενέργειες) θρασύς, αδιάντροπος
    un regard impudique - ένα θρασύ βλέμμα
    un geste impudique - μια θρασεία κίνηση

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη pudeur