impudique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| impudique | impudiques |
Επίθετο
[επεξεργασία]impudique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (για πρόσωπα) αδιάντροπος
- Une femme impudique. - Μια αδιάντροπη γυναίκα.
- (για ενέργειες) θρασύς, αδιάντροπος
- un regard impudique - ένα θρασύ βλέμμα
- un geste impudique - μια θρασεία κίνηση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη pudeur