in check
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in check (en)
- (ιδιωματισμός) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο για να μην χειροτερέψει
- ↪ I must keep my emotions in check.
- Πρέπει να συγκρατήσω τα αισθήματά μου.
- ↪ I must keep my emotions in check.