in check

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in check < → δείτε τις λέξεις in και check

Έκφραση[επεξεργασία]

in check (en)

  • (ιδιωματισμός) συγκρατώ, διατηρώ υπό έλεγχο για να μην χειροτερέψει
    I must keep my emotions in check.
    Πρέπει να συγκρατήσω τα αισθήματά μου.

Πηγές[επεξεργασία]