in its entirety

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in its entirety < → δείτε τις λέξεις in, its και entirety

Έκφραση[επεξεργασία]

in its entirety (en)

  • (ιδιωματισμός) στο σύνολό του, στην ολότητά του, ολόκληρος
    She examined the issue in its entirety .
    Εξέτασε το θέμα στο σύνολό του/στην ολότητά του.
    The article was published in its entirety and without cuts.
    Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.

Πηγές[επεξεργασία]