in its entirety
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in its entirety (en)
- (ιδιωματισμός) στο σύνολό του, στην ολότητά του, ολόκληρος
- ↪ She examined the issue in its entirety .
- Εξέτασε το θέμα στο σύνολό του/στην ολότητά του.
- ↪ The article was published in its entirety and without cuts.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε ολόκληρο και χωρίς περικοπές.
- ↪ She examined the issue in its entirety .