in principle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]in principle (en) (ιδιωματισμός)
- θεωρητικά
- ⮡ In principle this can happen, but in practice it doesn't.
- Θεωρητικά αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά στην πράξη δεν συμβαίνει.
- ⮡ In principle this can happen, but in practice it doesn't.
- καταρχήν, γενικά
- ⮡ They agreed in principle but disagreed on some details.
- Συμφώνησαν καταρχήν, διαφώνησαν όμως σε ορισμένες λεπτομέρειες.
- ⮡ We agree in principle.
- Στις γενικές γραμμές συμφωνούμε.
- ⮡ They agreed in principle but disagreed on some details.