in principle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in principle < → δείτε τις λέξεις in και principle

Έκφραση

[επεξεργασία]

in principle (en) (ιδιωματισμός)

  1. θεωρητικά
    ⮡  In principle this can happen, but in practice it doesn't.
    Θεωρητικά αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά στην πράξη δεν συμβαίνει.
  2. καταρχήν, γενικά
    ⮡  They agreed in principle but disagreed on some details.
    Συμφώνησαν καταρχήν, διαφώνησαν όμως σε ορισμένες λεπτομέρειες.
    ⮡  We agree in principle.
    Στις γενικές γραμμές συμφωνούμε.