in principle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
in principle (en)
- θεωρητικά
- In principle this can happen, but in practise it doesn't (Θεωρητικά αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά στην πράξη δεν συμβαίνει)