in terms of
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]in terms of (en) (ιδιωματισμός)
- από την άποψη, όσον αφορά, σε κάποιους όρους
- ⮡ in terms of price/quality/political cost - από την άποψη τιμής/ποιότητας/πολιτικού κόστους
- ⮡ In terms of circulation it is the first newspaper in Greece.
- Από την άποψη κυκλοφορίας είναι η πρώτη εφημερίδα στην Ελλάδα.
- ⮡ The company has now overtaken its main rival in terms of size and reach.
- Η εταιρεία έχει πλέον ξεπεράσει τον κύριο αντίπαλό της όσον αφορά το μέγεθος και την εμβέλεια.
- ⮡ The results were analyzed in percentage terms.
- Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν σε ποσοστιαίους όρους.
- ⮡ In practical terms this law may be difficult to enforce.
- Στην πράξη, αυτός ο νόμος μπορεί να είναι δύσκολο να εφαρμοστεί.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε την πρόθεση about