incendiary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ɪnˈsendɪərɪ/
Επίθετο[επεξεργασία]
incendiary (en)
- εμπρηστικός (που αποσκοπεί στο να προκαλέσει πυρκαγιά)
- εμπρηστικός (που αποσκοπεί στο προκαλέσει αναταραχή, εξέγερση)
- συναισθηματικά φορτισμένος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Because of the death of Ernst vom Rath, Hitler’s speech was cancelled, and instead Joseph Goebbels gave an incendiary speech, where he lashed out at the German Jews.