incendiary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ɪnˈsendɪərɪ/

Επίθετο[επεξεργασία]

incendiary (en)

  1. εμπρηστικός (που αποσκοπεί στο να προκαλέσει πυρκαγιά)
  2. εμπρηστικός (που αποσκοπεί στο προκαλέσει αναταραχή, εξέγερση)
  3. συναισθηματικά φορτισμένος
     συνώνυμα: inflammatory

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Because of the death of Ernst vom Rath, Hitler’s speech was cancelled, and instead Joseph Goebbels gave an incendiary speech, where he lashed out at the German Jews.