φορτισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορτισμένος η φορτισμένη το φορτισμένο
      γενική του φορτισμένου της φορτισμένης του φορτισμένου
    αιτιατική τον φορτισμένο τη φορτισμένη το φορτισμένο
     κλητική φορτισμένε φορτισμένη φορτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορτισμένοι οι φορτισμένες τα φορτισμένα
      γενική των φορτισμένων των φορτισμένων των φορτισμένων
    αιτιατική τους φορτισμένους τις φορτισμένες τα φορτισμένα
     κλητική φορτισμένοι φορτισμένες φορτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορτίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

φορτισμένος, -η, -ο

  1. συσκευή που είναι πλήρης ηλεκτρικού φορτίου, είναι γεμάτη (ηλεκτρισμό), έχει φορτισθεί επαρκώς
  2. άτομο, κατάσταση, ατμόσφαιρα που είναι τεταμένη, επιβαρύνεται με συναισθηματική ένταση, μεγάλη νευρικότητα
    Συζήτησαν σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα και τελικά δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν.
    Καβγαδίσαμε στα καλά καθούμενα γιατί ήρθε στο σπίτι πολύ φορτισμένος από το γραφείο.
  3. (χημεία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]