τεταμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεταμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]τεταμένος, τεταμένη, τεταμένος
- τεντωμένος
- (μεταφορικά) σε ένταση
- (για σχέσεις ομάδων ή κρατών) που τείνει σε ρήξη, σε σύγκρουση.