incidente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incidente (fr) θηλυκό

  1. (γραμματική) παρενθετική πρόταση


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incidente incidenti

incidente (it)

  1. ατύχημα