Μετάβαση στο περιεχόμενο

indétermination

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
indétermination indéterminations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indétermination (fr) θηλυκό

  1. το απροσδιόριστο
  2. η αναποφασιστικότητα
  3. η ακαθοριστία, το ακαθόριστο