ακαθοριστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαθοριστία < ακαθόριστος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indétermination)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακαθοριστία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ακαθόριστος, η ιδιότητα του ακαθόριστου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαθοριστία