ακαθόριστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακαθόριστο | τα | ακαθόριστα |
γενική | του | ακαθόριστου & ακαθορίστου |
των | ακαθόριστων & ακαθορίστων |
αιτιατική | το | ακαθόριστο | τα | ακαθόριστα |
κλητική | ακαθόριστο | ακαθόριστα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαθόριστο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακαθόριστος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indétermination)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακαθόριστο ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του ακαθοριστία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαθόριστο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ακαθόριστο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ακαθόριστος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)