indentation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
indentation | indentations |

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]indentation (en)
- οδόντωση, εσοχή
- (τυπογραφία) εσοχή (σε κείμενο)
ενικός | πληθυντικός |
indentation | indentations |
indentation (en)