inexpert
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inexpert | inexperts |
θηλυκό | inexperte | inexpertes |
Επίθετο
[επεξεργασία]inexpert (fr)
- άσχετος με κάτι
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inexpert | inexperts |
θηλυκό | inexperte | inexpertes |
inexpert (fr)