Μετάβαση στο περιεχόμενο

inextinguible

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
inextinguible inextinguibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

inextinguible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ακράτητος
  2. άσβεστος