inflammable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]inflammable (en)
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]inflammable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
inflammable (en)
inflammable (fr) αρσενικό ή θηλυκό