flammable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | flammable |
συγκριτικός | more flammable |
υπερθετικός | most flammable |
Επίθετο[επεξεργασία]
flammable (en)
- εύφλεκτος, που αναφλέγεται εύκολα
- ↪ flammable materials - εύφλεκτες ύλες