εύφλεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εύφλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔφλεκτος < εὖ + (φλέγω) φλεγ- + -τος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.fle.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐φλε‐κτος
Επίθετο
[επεξεργασία]εύφλεκτος
- (κυριολεκτικά) που αναφλέγεται εύκολα, που ανάβει και καίγεται εύκολα
- (μεταφορικά) ευέξαπτος, αψίθυμος
- (μεταφορικά) (για χαρακτηρισμό περιοχής) που εύκολα μπορεί να ξεσπάσει πολεμική σύγκρουση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναφλεκτήρας
- εύφλεκτα
- → δείτε τις λέξεις ευ και φλέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εύφλεκτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)