ingenuity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η εφευρετικότητα, η επινοητικότητα
- ↪ The foundations of civilization were laid thanks to the ingenuity of primitive man.
- Οι βάσεις του πολιτισμού μπήκαν χάρη στην εφευρετικότητά του πρωτόγονου ανθρώπου.
- ↪ Children at the camp develop their initiative and ingenuity.
- Tα παιδιά στην κατασκήνωση αναπτύσσουν την πρωτοβουλία και την εφευρετικότητά τους.
- ≈ συνώνυμα: invention και inventiveness
- ↪ The foundations of civilization were laid thanks to the ingenuity of primitive man.