invention
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
invention | inventions |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
invention (en)
- (μετρήσιμο) η εφεύρεση, ένα πράγμα ή μια ιδέα που έχει εφευρεθεί
- ↪ The discovery of electricity lead to many inventions.
- H ανακάλυψη του ηλεκτρισμού οδήγησε σε πολλές εφευρέσεις.
- ↪ The television is a modern invention.
- H τηλεόραση είναι μια σύγχρονη εφεύρεση.
- ↪ New inventions will be presented at the exhibition.
- Στην έκθεση θα παρουσιαστούν οι νέες εφευρέσεις.
- ↪ The discovery of electricity lead to many inventions.
- (μη μετρήσιμο) η εφεύρεση, η επινόηση, η εύρεση, η πράξη του επινοώ
- ↪ the invention of the steam engine/of the telephone - η επινόηση/εφεύρεση της ατμομηχανής/του τηλεφώνου
- ↪ the invention of typography - η εύρεση της τυπογραφίας
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επινόηση, μια ιστορία που επινοώ
- ↪ All these things are inventions of your imagination.
- Όλες αυτές είναι επινόησες της φαντασίας σου.
- ↪ All these things are inventions of your imagination.
- (μη μετρήσιμο) η εφευρετικότητα
Πηγές[επεξεργασία]
- invention - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 325, 345, 348. ISBN 9780194325684., λήμμα: επινόημα, εύρεση, εφεύρεση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
invention | inventions |
invention (fr) θηλυκό