inventivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.vɑ̃.ti.vi.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
inventivité inventivités

inventivité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]