initial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

initial (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • αρχικός
    the initial stages of a venture - τα αρχικά στάδια ενός εγχειρήματος
    my initial proposal - η αρχική μου πρόσταση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
initial initials

initial (en)

  • το αρχικό (γράμμα)
    What do these initials indicate?
    Τι δηλώνουν αυτά τα αρχικά;

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

initial (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]