Μετάβαση στο περιεχόμενο

insensibilisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
insensibilisation insensibilisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insensibilisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]