inspect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | inspect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inspects |
αόριστος | inspected |
παθητική μετοχή | inspected |
ενεργητική μετοχή | inspecting |
Ρήμα
[επεξεργασία]inspect (en)
- επιθεωρώ, κοιτάζω προσεκτικά κάτι ή κάποιον, ειδικά για να ελέγξω ότι όλα είναι όπως θα έπρεπε
- ↪ The workers inspected the tracks to make sure they were in good condition.
- Οι εργαζόμενοι επιθεωρούσαν τις σιδηροτροχιές για να βεβαιωθούν ότι ήταν σε καλή κατάσταση.
- ↪ The workers inspected the tracks to make sure they were in good condition.
- επιθεωρώ, επισκέπτομαι επίσημα ένα σχολείο, ένα εργοστάσιο κτλ. για να ελέγξω ότι τηρούνται οι κανόνες και ότι τα επίπεδα είναι αποδεκτά
- ↪ The prime minister visited our city to inspect public services.
- Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την πόλη μας, για να επιθεωρήσει δημόσιες υπηρεσίες.
- ↪ The prime minister visited our city to inspect public services.