inspect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας inspect
γ΄ ενικό ενεστώτα inspects
αόριστος inspected
παθητική μετοχή inspected
ενεργητική μετοχή inspecting

inspect (en)

  1. επιθεωρώ, κοιτάζω προσεκτικά κάτι ή κάποιον, ειδικά για να ελέγξω ότι όλα είναι όπως θα έπρεπε
    ⮡  The workers inspected the tracks to make sure they were in good condition.
    Οι εργαζόμενοι επιθεωρούσαν τις σιδηροτροχιές για να βεβαιωθούν ότι ήταν σε καλή κατάσταση.
  2. επιθεωρώ, επισκέπτομαι επίσημα ένα σχολείο, ένα εργοστάσιο κτλ. για να ελέγξω ότι τηρούνται οι κανόνες και ότι τα επίπεδα είναι αποδεκτά
    ⮡  The prime minister visited our city to inspect public services.
    Ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την πόλη μας, για να επιθεωρήσει δημόσιες υπηρεσίες.

Σύνθετα

[επεξεργασία]