inspiré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspiré | inspirés |
θηλυκό | inspirée | inspirées |
Επίθετο
[επεξεργασία]inspiré (fr)
- εμπνευσμένος
- inspiré par la nature - εμπνευσμένος από την φύση
- βαθυστόχαστος
- il a pris un air inspiré - πήρε ένα βαθυστόχαστο ύφος