inspiré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό inspiré inspirés
θηλυκό inspirée inspirées

Επίθετο[επεξεργασία]

inspiré (fr)

  1. εμπνευσμένος
    inspiré par la nature - εμπνευσμένος από την φύση
  2. βαθυστόχαστος
    il a pris un air inspiré - πήρε ένα βαθυστόχαστο ύφος