intensa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intensa | intensaj |
αιτιατική | intensan | intensajn |
intensa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intensa | intensaj |
αιτιατική | intensan | intensajn |
intensa (eo)