intermédiaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.me.djɛʁ/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intermédiaire | intermédiaires |
intermédiaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intermédiaire | intermédiaires |
intermédiaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο μεσάζων, ο μεσάζοντας