interne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interne | internes |
interne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interne | internes |
interne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οικότροφος
- φοιτητής ιατρικής που έχει το δικαίωμα να ασκεί μέσα σε νοσοκομείο