interpreter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interpreter interpreters

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪnˈtəːpɹɪtə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

interpreter (en)

  1. (επάγγελμα) ο/η διερμηνέας
    The interpreter speaks three languages.
    Η διερμηνέας μιλάει τρεις γλώσσες.
  2. (πληροφορική-μεταγλώττιση) ο διερμηνευτής
    δείτε επίσης: interpreter (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]