interrompo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

interrompo < inter + rompo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική interrompo interrompoj
αιτιατική interrompon interrompojn

interrompo (eo)

ĝi rekomencas funkcii post interrompo de pli ol tri tagoj
επαναλειτουργεί μετά διακοπή περισσότερων από τριών ημερών