intervenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- intervenant < intervenir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intervenant | intervenants |
θηλυκό | intervenante | intervenantes |
intervenant (fr)
- αυτός που παρεμβαίνει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη intervenir