intervieweur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intervieweur | intervieweurs |
θηλυκό | intervieweuse | intervieweuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intervieweur (fr) αρσενικό
- ο δημοσιογράφος που παίρνει μια συνέντευξη