intimidation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intimidation (en) ο εκφοβισμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intimidation | intimidations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intimidation (fr) θηλυκό