intimidation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]intimidation (en) ο εκφοβισμός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intimidation | intimidations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]intimidation (fr) θηλυκό