intimité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intimité intimités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intimité (fr) θηλυκό

  1. (λόγιο) εσωτερικός και βαθύς χαρακτήρας· κάτι που παραμένει εσωτερικό και μυστικό
  2. η οικειότητα
  3. η προσωπική, ιδιωτική ζωή
  4. η άνεση (ενός ιδιωτικού χώρου)