intoxication

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
intoxication intoxications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intoxication (en)

  1. (ιατρική) η δηλητηρίαση



      ενικός         πληθυντικός  
intoxication intoxications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intoxication (fr) θηλυκό

  1. η δηλητηρίαση