intoxiqué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɔ.ksi.ke/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intoxiqué | intoxiqués |
θηλυκό | intoxiquée | intoxiquées |
intoxiqué (fr) αρσενικό