Μετάβαση στο περιεχόμενο

invalidation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

invalidation (en)

  1. η ακύρωση



      ενικός         πληθυντικός  
invalidation invalidations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

invalidation (fr) θηλυκό