invalidation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]invalidation (en)
- η ακύρωση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
invalidation | invalidations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]invalidation (fr) θηλυκό
- η ακύρωση