irritate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | irritate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | irritates |
αόριστος | irritated |
παθητική μετοχή | irritated |
ενεργητική μετοχή | irritating |
Ρήμα[επεξεργασία]
irritate (en)
- ερεθίζω, εκνευρίζω, προκαλώ θυμό
- ↪ Her behavior irritated me.
- Μ' ερέθισε το φέρσιμό της.
- ↪ The relentless car noise has irritated me.
- Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
- ↪ Her behavior irritated me.
- ερεθίζω, προκαλώ ερεθισμό σε έναν οργανισμό
- ↪ Smoke irritates the eyes.
- Ο καπνός ερεθίζει τα μάτια.
- ↪ Smoke irritates the eyes.