Μετάβαση στο περιεχόμενο

itinerary

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
itinerary itineraries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

itinerary (en)

  • το δρομολόγιο, ένα σχέδιο για ένα ταξίδι που περιλαμβάνει τη διαδρομή και τα μέρη που επισκέπτομαι
    παράδειγμα  We changed our itinerary and will not be passing through Patras.
    Aλλάξαμε δρομολόγιο και δε θα περάσουμε από την Πάτρα.