jardinerie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jardinerie | jardineries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jardinerie (fr) θηλυκό
- κατάστημα ειδών κηπουρικής
ενικός | πληθυντικός |
jardinerie | jardineries |
jardinerie (fr) θηλυκό