Μετάβαση στο περιεχόμενο

jeep

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jeep (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jeep < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jeep jeeps

jeep (fr) θηλυκό