jiggery-pokery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˌdʒɪɡ(ə)rɪˈpəʊk(ə)ri/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jiggery-pokery

  1. τερτίπια, τσιριτσάτζουλες, ύπουλα-δόλια κόλπα, απάτη, τέχνασμα χειραγώγησης ή εντυπωσιασμού
  2. σαχλαμάρες, ανοησίες, μπούρδες