jubilaire
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- jubilaire < jubilé
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jubilaire | jubilaires |
jubilaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το ιωβηλαίο
- που έχει ασκήσει ένα επάγγελμα ή μία λειτουργία επί πεντηκονταετία