jump at

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας jump at
γ΄ ενικό ενεστώτα jumps at
αόριστος jumped at
παθητική μετοχή jumped at
ενεργητική μετοχή jumping at

Ρήμα[επεξεργασία]

jump at (en)

  • σπεύδω να δεχτώ κάτι
    He jumped at our offer.
    Έσπευσε να δεχτεί την προσφορά μας.

Πηγές[επεξεργασία]