kaiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaiko | kaikoj |
αιτιατική | kaikon | kaikojn |
kaiko (eo)
- (ναυτικός όρος) το καΐκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaiko | kaikoj |
αιτιατική | kaikon | kaikojn |
kaiko (eo)