kaleidoscope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kaleidoscope < αρχαία ελληνική καλός + εἶδος + -σκόπιο. Η αγγλική λέξη επινοήθηκε το 1817 από τον David Brewster, τον εφευρέτη του καλειδοσκοπίου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kaleidoscope (en)