-σκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -σκόπιο | τα | -σκόπια |
γενική | του | -σκόπιου & -σκοπίου |
των | -σκόπιων & -σκοπίων |
αιτιατική | το | -σκόπιο | τα | -σκόπια |
κλητική | -σκόπιο | -σκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -σκόπιο < σκοπέω
Επίθημα[επεξεργασία]
-σκόπιο
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν κάποιο επιστημονικό όργανο εξέτασης και παρατήρησης